- χαλκοδαίδαλος
- χαλκο-δαίδᾰλος, ον,A wrought in bronze,
ἀσπίς B.Fr.6
.II [voice] Act., working in brass,τέχνα AP9.777
(Phil.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀσπίς B.Fr.6
.τέχνα AP9.777
(Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χαλκοδαίδαλος — ον, Α 1. ο έντεχνα κατασκευασμένος από χαλκό 2. (με ενεργ. σημ.) αυτός που κατεργάζεται τον χαλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + δαίδαλος «δουλεμένος περίτεχνα» (πρβλ. λιθο δαίδαλος)] … Dictionary of Greek
χαλκοδαιδάλοισιν — χαλκοδαίδαλος wrought in bronze masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκοδαιδάλῳ — χαλκοδαίδαλος wrought in bronze masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek